Αναδυομένη

Αναδυομένη
Επίθετο που δόθηκε από την ομηρική εποχή στη θεά Αφροδίτη, γιατί αναδύθηκε από τον αφρό της θάλασσας. Η μυθολογική αυτή παράδοση έχει εμπνεύσει πολλούς καλλιτέχνες όλων των εποχών. Οι αναπαραστάσεις της Αφροδίτης από την κλασική πλαστική τέχνη είναι συνδεδεμένες με το επίθετο της Αφροδίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀναδυομένη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδυομένη — (anadyomene). Γένος χλωροφυκών, κυρίως των τροπικών θαλασσών. O φυλλοειδής θαλλός της α. προσηλώνεται στον πυθμένα με τη βοήθεια ριζοειδών. Η εγγενής αναπαραγωγή είναι ισόγαμος και παρατηρείται ισομορφική εναλλαγή γενεών. Το κυριότερο είδος του… …   Dictionary of Greek

  • ἀναδυομένη — ἀναδύνω come to the top of the water pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Анадиомена — (Αναδυομένη) одно из прозвищ Венеры, указывающее на происхождение ее из волн морских. Величайший художник древнего мира Апеллес представил богиню, как она появляется из моря и руками выжимает свои мокрые волосы. Фигура богини была нарисована, по… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • АНАДИОМЕНА —    • Άναδυόμενη,          Anadyomene, см. Άφροδίτη, Афродита …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἀναδυομένην — Ἀναδυομένη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀναδυομένης — Ἀναδυομένη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀναδυόμεναι — Ἀναδυομένη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Afrodita — Para otros usos de este término, véase Afrodita (desambiguación). Afrodita surge de la espuma del mar, coronada con exuberantes trenzas (El nacimiento de Venus, William Adolphe Bouguereau, 1879). Afrodita (en griego antiguo Ἀφροδίτη) es, en la… …   Wikipedia Español

  • πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”